-
1 λεπταλέος
A fine, delicate,φωνή Il.18.571
;ὑπήεισαν.. λεπταλέον σύριγγες Call.Dian. 243
; also λ. φᾶρος, ἑανόν, A.R.2.31, 4.169; πόδες (of Hephaestus) Nonn.D.9.230; ἠήρ, λύγοι, etc., AP10.75 (Pall.), 7.204 (Agath.), etc.: metaph.,μοῦσα Call.Aet.Oxy.2079.24
; feeble,λεπταλέοι θυμοῖσι Man.1.165
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπταλέος
См. также в других словарях:
λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek